- Μάγου
- Μάγηςmasc gen sg (doric)Μάγοςone of the priests and wise men in Persiamasc gen sgΜά̱γου , Μᾶγοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μάγου — Μάγος one of the priests and wise men in Persia masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγεία — Στην κλασική αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στη μαντική τέχνη των ιερέων του μαζνταϊσμού (ζωροαστρισμός), των λεγόμενων μάγων. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, όταν η Περσία είχε χάσει την πολιτική της ανεξαρτησία, οι μάγοι αυτοί διασκορπίστηκαν… … Dictionary of Greek
PHORMIS Arcas — equam aere fusam Olympiae dedicavit, cui hippomanes cum inesset, equi incitabantur ad rabiem haud secus, ac si viva spiransque esset, et Veneris odurem cupitum illis de longinquo afflaret, Pausanias de Arcad. Unde Theocritus, Ἱππομανὲς χυτόν ἐςτι … Hofmann J. Lexicon universale
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
επίρρησις — ἐπίρρησις, ἡ (Α) [ρήσις] 1. έλεγχος, κατηγορία 2. επίκληση 3. χαιρετισμός επωδού, μάγου, γόητα 4. αυτό που λέγεται κατόπιν, το σχόλιο … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
μαγοφόνια — μαγοφόνια, τὰ και μαγοφονία, ἡ (Α) φόνος τών μάγων, περσική εορτή που καθιερώθηκε το 522 π.Χ. σε ανάμνηση τής ομαδικής σφαγής τών μάγων, όταν ανακαλύφθηκε η απάτη τού μάγου ψευδο Σμέρδιος («Πέρσαι... ἐν αὐτῇ [τῇ ἡμέρᾳ] ὁρτὴν μεγάλην ἀνάγουσι ἣ… … Dictionary of Greek
σιμωνία — (Νομ.). Αδίκημα κληρικών και μοναχών με περιεχόμενο την εμπορία της θείας χάρης. Ονομάστηκε έτσι από το μάγο Σίμωνα, που πρόσφερε χρήματα στους Απόστολους για να του δώσουν τη δύναμη να μεταδίνει το Άγιο Πνεύμα με την επίθεση των χεριών του.… … Dictionary of Greek
σιμωνιανοί — οι, ΝΜ οι οπαδοί τού Σίμωνος τού Μάγου 2. (στον εν.) ο σιμωνιανός αυτός που έχει διαπράξει το αμάρτημα τής σιμωνίας, σιμωνιακός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σίμων (ΙΙ) + κατάλ. ιανός (πρβλ. Νερων ιανός)] … Dictionary of Greek
σολομωνική — Βιβλίο με διάφορες οδηγίες για την άσκηση της μαγείας και την καθυπόταξη των δαιμόνων και των πνευμάτων. Το βιβλίο αυτό, του οποίου υπάρχουν πολλές εκδόσεις, πολλοί το θέλουν έργο του Σολομώντα, βασιλιά του Ισραήλ, ο οποίος, σύμφωνα με κάποια… … Dictionary of Greek